- Γοργόνων
- Γόργωνmasc gen plΓοργώthe Gorgonfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκέφαλος — η, ο / πολυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ. β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα») αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
Άιδος κυνή — Η περικεφαλαία, κατά τη μυθολογία, του θεού του Άδη Πλούτωνα. Κατασκευάστηκε από τους Κύκλωπες και είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όποιον τη φορούσε. Εκτός από τον Πλούτωνα, τη χρησιμοποιούσαν και άλλοι θεοί, όπως ο Ερμής που τη φόρεσε για να… … Dictionary of Greek
Γραίες — Μυθολογικάπρόσωπα. Οι Γ. ήταν τερατόμορφες κόρες του Φόρκυος και της Κητούς και αδελφές των Γοργόνων. Ονομάζονταν Πεμφρηδώ και Ενυώ, ενώ αργότερα προστέθηκε η Δεινώ. Στο έργο του Αισχύλου Φόρκιδες,που δεν σώζεται, αναφέρεται πως οι τρεις Γ. είχαν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Πεφρηδώ — Μια από τις Γραίες, πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, αδελφές των Γοργόνων. Η Π. και οι αδελφές της Ενυώ και Δεινώ, γεννήθηκαν γριές, γι’ αυτό τις λέγανε και Γραίες. Είχαν μορφή κύκνου, ένα κοινό μάτι και ένα κοινό δόντι, που τα… … Dictionary of Greek